ἐφημερία

ἐφημερία
ἐφημερίᾱ , ἐφημέριος
on
fem nom/voc/acc dual
ἐφημερίᾱ , ἐφημέριος
on
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ἐφημερίᾱ , ἐφημερία
division
fem nom/voc/acc dual
ἐφημερίᾱ , ἐφημερία
division
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐφημερίᾳ — ἐφημερίᾱͅ , ἐφημέριος on fem dat sg (attic doric aeolic) ἐφημερίαι , ἐφημερία division fem nom/voc pl ἐφημερίᾱͅ , ἐφημερία division fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφημερία — η (Α ἐφημερία) νεοελλ. 1. υπηρεσία ημέρας, επίβλεψη κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. η περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν μαζί του στον ναό 3. η ενορία τού ιερέα, το …   Dictionary of Greek

  • εφημερία — η η άσκηση του καθήκοντος της εποπτείας ή η χρονική διάρκεια της άσκησης τούτου: Η εφημερία του ιερέα διαρκεί μια εβδομάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφημέρια — ἐφημέριος on neut nom/voc/acc pl ἐφημέριος on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφημερίας — ἐφημερίᾱς , ἐφημέριος on fem acc pl ἐφημερίᾱς , ἐφημέριος on fem gen sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱς , ἐφημερία division fem acc pl ἐφημερίᾱς , ἐφημερία division fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφημερίαι — ἐφημερίᾱͅ , ἐφημέριος on fem dat sg (attic doric aeolic) ἐφημερία division fem nom/voc pl ἐφημερίᾱͅ , ἐφημερία division fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφημερίαν — ἐφημερίᾱν , ἐφημέριος on fem acc sg (attic doric aeolic) ἐφημερίᾱν , ἐφημερία division fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφημεριῶν — ἐφημερία division fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφημεριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφημερία τών ιερέων ή στους εφημερίους («εφημεριακός κλήρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημέριος ή εφημερία. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως (αρχ. εκδ. 1833)] …   Dictionary of Greek

  • EPHEMEREUTA — officium religiosae Essenorum familiae, ex Graeco ἐφημερία, eo quod per vices ad quemque pervenebat: forte non dissimile Hebdomadarii, in Monasteriis Christianorum, officio. Philo de V. M. Ubi vero convenêre Candidati et laeti cum summa gravitate …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”